Γενική ενημέρωση
Τι πρέπει να γνωρίζετε ως προς την Χρηματιστηριακή Βορείου Ελλάδος Α.Ε.
Τα Γενικά Στοιχεία της Εταιρείας είναι:
Επωνυμία: ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.Π.Ε.Υ.
Διεύθυνση: Ομήρου 8 – 105 64 Αθήνα
Τα στοιχεία επικοινωνίας με την Εταιρεία:
Τηλέφωνο: 210 647 53 00 (30 γραμμές)
Αριθμός Φαξ: 210 645 29 29
Διεύθυνση e-mail: info@northsec.gr
Ιστοσελίδα: www.northsec.gr
Η Εταιρεία έχει λάβει την υπ’ αριθμ 30/479/17-07-2008 άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Ελλάδος.
Η Εταιρεία υπάγεται στην εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της οποίας τα στοιχεία είναι τα εξής:
Διεύθυνση: Κολοκοτρώνη 1 & Σταδίου, 105 62 Αθήνα
Τηλ. κέντρο: 210 33.77.100
Ιστοσελίδα: www.hcmc.gr
Γραφείο Υποδοχής Πολιτών:
Υπεύθυνη επικοινωνίας: κ. Π. Ασημακοπούλου
Tηλέφωνο επικοινωνίας: 210 33.77.297
Τρόπος και γλώσσα επικοινωνίας
Το σύνολο των εγγράφων και πληροφοριών που θα σας αποστέλλονται από την Εταιρία θα είναι στην ελληνική γλώσσα. Στα ελληνικά θα διενεργείται και οποιαδήποτε περαιτέρω μεταξύ μας επικοινωνία.
Περιοδικότητα και περιεχόμενο αναφορών
Η Εταιρεία παρέχει στον Πελάτη ουσιώδεις πληροφορίες ως προς την εκτέλεση της εντολής του, μετά δε την εκτέλεση αυτής και το αργότερο την επόμενη ημέρα από την εκτέλεσή της ή μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει τρίτος, αν η ΕΠΕΥ λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, αποστέλλει στον Πελάτη με έγχαρτο ή άλλο σταθερό μέσο αναλυτική ενημέρωση ως προς την εκτελεσθείσα από την Εταιρεία εντολή, η οποία θα περιλαμβάνει πληροφορίες ως προς το είδος της εντολής, την τιμή στην οποία καταρτίστηκε η συναλλαγή, το συνολικό ποσό των χρεώσεων και προμηθειών με τις οποίες επιβαρύνεται ο Πελάτης σε σχέση με την εκτελεσθείσα εντολή κτλ. Αν η εντολή εκτελείται τμηματικώς, η ενημέρωση θα αποστέλλεται μετά την ολική εκτέλεσή της. Η ΕΠΕΥ δεν αποστέλλει ειδοποίηση για την επιβεβαίωση εκτέλεσης εντολής αν πρόκειται να αποσταλεί άμεσα στον ιδιώτη πελάτη από άλλο πρόσωπο επιβεβαίωση που περιέχει τις ίδιες πληροφορίες.
Χρηματοπιστωτικά Μέσα – Επενδυτικοί Κίνδυνοι
Η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα εγκυμονεί κινδύνους. Παρά το γεγονός ότι η κλιμάκωση των κινδύνων αυτών διαφέρει, εξαρτώμενη από ποικίλες παραμέτρους που θα παρατεθούν με συντομία στη συνέχεια, η διενέργεια επένδυσης σε χρηματοπιστωτικά μέσα συνεπάγεται πάντοτε έκθεση σε κινδύνους που δεν μπορούν να καλυφθούν πλήρως. Οι κίνδυνοι αυτοί συνίστανται, γενικώς, στη μείωση της αξίας της επενδύσεως ή, ακόμη, και στην απώλεια του επενδυομένου ποσού. Υπό περιστάσεις, μάλιστα, μπορεί να δημιουργηθεί υποχρέωση καταβολής από τον Πελάτη και επιπλέον ποσών από αυτά που αυτός επένδυσε, προς κάλυψη ζημίας που μπορεί να γεννηθεί. Στη συνέχεια, παρατίθενται οι επενδυτικοί κίνδυνοι ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, επί των οποίων παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες η Εταιρεία μας. Εφιστάται ιδιαιτέρως η προσοχή του Πελάτη στην ανάγκη να μελετήσει προσεκτικά το παρόν και να λάβει πολύ σημαντικά υπόψη του το περιεχόμενό του όταν λαμβάνει τις επενδυτικές του αποφάσεις, να αποφεύγει δε κάθε επένδυση και συναλλαγή, ως προς τις οποίες θεωρεί ότι δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις ή την απαραίτητη εμπειρία.
Ι. Γενικοί επενδυτικοί κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως γενικοί γιατί είναι σύμφυτοι με τον τρόπο λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και, εν γένει, του χρηματοοικονομικού συστήματος, αναφύονται δε υπό περιστάσεις που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ή να αποκλείσει. Συνδέονται με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ΕΠΕΥ και των εκδοτών, που εκδίδουν χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της επένδυσης, συνιστούν δε παραμέτρους που επηρεάζουν ένα ή περισσότερα από αυτά τα μεγέθη, η μεταβολή των οποίων επηρεάζει την αξία μιας επένδυσης. Διεθνείς οργανισμοί, οι κεντρικές τράπεζες και πολλοί άλλοι φορείς καταβάλλουν σημαντικές και συστηματικές προσπάθειες για τη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών και την προστασία τους από την επέλευση τέτοιων κινδύνων. Πλην όμως, παρά τις προσπάθειες αυτές, δεν αποκλείεται η επέλευσή τους, η οποία μπορεί να έχει τόσο γενικό, όσο και ειδικό χαρακτήρα, συνδεόμενη δηλαδή με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με ορισμένους χρηματοπιστωτικούς φορείς. Η παράθεση των κινδύνων που ακολουθεί είναι ενδεικτική και γίνεται για να διευκολύνει την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και των γενικότερων παραγόντων, που επηρεάζουν την αξία και τιμή μιας επένδυσης.
1. Συστημικός κίνδυνος (systemic risk)
Η αδυναμία ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να εκπληρώσει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δύναται να προκαλέσει την αδυναμία άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (συμπεριλαμβανομένων των ΕΠΕΥ) ή επιχειρήσεων να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Δημιουργείται έτσι κίνδυνος αλυσιδωτών αντιδράσεων (domino effect) λόγω μετάδοσης της αφερεγγυότητας, ιδίως στο πλαίσιο λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών και εκκαθάρισης συναλλαγών επί τίτλων, σε σειρά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η δραστηριοποίηση οποιασδήποτε ΕΠΕΥ στον χρηματοπιστωτικό τομέα την εκθέτει, επομένως, στον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος, αν επέλθει, μπορεί να αντανακλά και στους Πελάτες της.
2. Πολιτικός κίνδυνος (political risk)
Οι διεθνείς εξελίξεις σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο επηρεάζουν την πορεία των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών. Πολιτικές εξελίξεις σε ορισμένη χώρα (π.χ. πολιτική ανωμαλία, εκλογή κυβέρνησης και ειδικότερες κυβερνητικές επιλογές σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής) μπορούν, επομένως, να επηρεάσουν την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χώρα αυτή ή των επιχειρήσεων που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται εκεί.
3. Κίνδυνος πληθωρισμού (inflation risk)
Η πορεία του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή επηρεάζει την πραγματική αξία του επενδυόμενου κεφαλαίου και των προσδοκωμένων αποδόσεων.
4. Συναλλαγματικός κίνδυνος
Μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρεάζουν την αξία μιας επένδυσης που γίνεται σε νόμισμα διαφορετικό από το βασικό νόμισμα του επενδυτή, αλλά και τις υποχρεώσεις ή απαιτήσεις των επιχειρήσεων.
5. Κίνδυνος επιτοκίου (interest rate risk)
Η εξέλιξη των επιτοκίων ενδέχεται να επιδράσει στην τιμή διαπραγμάτευσης ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως τα ομόλογα και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν υποκείμενη αξία επηρεαζόμενη από τις μεταβολές αυτές (π.χ. σε Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης σε Ομόλογα).
6. Πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)
Συνίσταται στην πιθανότητα επέλευσης ζημίας συνεπεία αδυναμίας εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων συμβαλλομένου. Η επίδραση του πιστωτικού κινδύνου είναι πολλαπλή: Μπορεί να αφορά εκδότη – και κατά συνέπεια τα χρηματοπιστωτικά του μέσα – πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ – και, κατά συνέπεια, να πλήξει τη φερεγγυότητά του – κλπ.
7. Κίνδυνος αγοράς (market risk)
Συνίσταται στον κίνδυνο μείωσης της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου λόγω μεταβολών στην αγορά. Κατ’ επέκταση, αποτελεί τον κίνδυνο των οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εκάστοτε αγορά. Οι τέσσερις συνηθέστεροι παράγοντες κινδύνου της αγοράς είναι οι εξής:
- Κίνδυνος μετοχών, ήτοι ο κίνδυνος να μεταβληθούν οι τιμές των μετοχών συνεπεία διαφόρων παραγόντων, γεγονός που μπορεί να επηρεάζει την εκπλήρωση υποχρεώσεων των χρηματοπιστωτικών φορέων.
- Κίνδυνος επιτοκίου, (βλ. ανωτέρω υπό 5).
- Συναλλαγματικός κίνδυνος, δηλαδή ο κίνδυνος μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών (βλ. ανωτέρω υπό 4.)
- Κίνδυνος εμπορευμάτων, που αφορά τον κίνδυνο μεταβολής των τιμών των εμπορευμάτων, όπως των μετάλλων ή του σίτου.
Η μεταβολή δεικτών μετοχών ή άλλων δεικτών αποτελεί επίσης παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του κινδύνου αγοράς.
8. Κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk)
Ο κίνδυνος ρευστότητας είναι χρηματοοικονομικός κίνδυνος και προκαλείται από τυχόν έλλειψη ρευστότητας στην αγορά ως προς ένα ή και περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. Η μη εκδήλωση ζήτησης και προσφοράς πλήττει την εμπορευσιμότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων και τα καθιστά ευάλωτα σε φαινόμενα κερδοσκοπίας και χειραγώγησης, επηρεάζοντας αρνητικά την πιθανότητα επίτευξης «δίκαιας τιμής». Ο κίνδυνος ρευστότητας συναντάται κυρίως σε αναδυόμενες αγορές ή αγορές όπου διενεργούνται συναλλαγές μικρού όγκου («ρηχές αγορές»).
9. Λειτουργικός κίνδυνος (operational risk)
Γεννάται λόγω εφαρμογής ανεπαρκών ή αποτυχημένων εσωτερικών διαδικασιών, προσωπικού και πληροφορικών ή επικοινωνιακών συστημάτων, καθώς και λόγω εξωτερικών παραγόντων, όπως φυσικές καταστροφές ή τρομοκρατικές επιθέσεις, που θέτουν εκτός λειτουργίας τα συστήματα διακανονισμού των συναλλαγών ή μειώνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενα της συναλλαγής (π.χ. κίνδυνος κατάρρευσης των τεχνικών συστημάτων μιας οργανωμένης αγοράς ή μιας ΕΠΕΥ, κίνδυνος ακατάλληλης διοίκησης μίας εταιρείας με τίτλους εισηγμένους σε χρηματιστήριο κλπ). Στον λειτουργικό κίνδυνο εντάσσεται και ο νομικός κίνδυνος.
10. Κανονιστικός και νομικός κίνδυνος (Regulatory and legal risk)
Ο εν λόγω κίνδυνος πηγάζει:
α) Από μεταβολές στο νομικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές, τις συναλλαγές σε αυτές τις αγορές, τη φορολόγηση των επενδύσεων που διενεργούνται σε μία συγκεκριμένη αγορά. Οι μεταβολές αυτές δύνανται να επηρεάσουν πολλαπλώς τις επενδύσεις.
β) Από αδυναμία εκτέλεσης συμβάσεων λόγω νομικών προβλημάτων κλπ. Τούτο μπορεί να συμβεί επί εσφαλμένης νομικής εκτιμήσεως, αλλά και επί αβεβαιότητος δικαίου, που προκύπτει ιδίως λόγω ασαφών, αόριστων και γενικών νομοθετικών διατάξεων. Έτσι, μπορεί να κριθούν συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες ανίσχυρες, αντίθετα προς την αρχική εκτίμηση των επιχειρήσεων, με δυσμενέστατες οικονομικές επιπτώσεις στους συμβαλλομένους.
11. Κίνδυνος συστημάτων διαπραγμάτευσης
Το Σύστημα Διαπραγμάτευσης μέσω του οποίου γίνεται η διαπραγμάτευση στις οργανωμένες αγορές ή στους Πολυμερείς Μηχανισμούς Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) (άρθρο 2 ν. 3606/2007) υπόκειται στον κίνδυνο της προσωρινής βλάβης ή διακοπής λειτουργίας. Έτσι, όταν καθίσταται ανέφικτη η διαπραγμάτευση για ικανό χρονικό διάστημα, ενδέχεται να προκληθεί διαταραχή στην ομαλή λειτουργία της αγοράς και βλάβη στα συμφέροντα των επενδυτών, ιδίως στην περίπτωση που κάποιος επενδυτής προσδοκά να κλείσει ανοικτή του θέση.
12. Κίνδυνος διακανονισμού (settlement risk)
Συνιστά ειδική μορφή πιστωτικού κινδύνου και προκύπτει λόγω μη προσήκουσας εκπλήρωσης υποχρεώσεων των αντισυμβαλλομένων που συμμετέχουν σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων π.χ. όταν το ένα εκ των συναλλασσόμενων μερών δεν παραδίδει τους τίτλους που έχει πωλήσει και οφείλει να παραδώσει ή, επί αγοράς, όταν δεν καταβάλλει το οφειλόμενο τίμημα των τίτλων.
13. Κίνδυνος συγκέντρωσης (concentration risk)
Είναι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει επενδυτής που επενδύει όλα τα χρηματικά του διαθέσιμα σε ένα μόνον χρηματοπιστωτικό μέσο. Βρίσκεται στον αντίποδα της διαφοροποίησης του κινδύνου, όταν ο επενδυτής τοποθετεί τα διαθέσιμά του σε περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα και δη διαφορετικών χαρακτηριστικών, που έχουν και στοιχεία παραπληρωματικότητας.
ΙΙ. Κίνδυνοι ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων
Η Εταιρεία παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες που οδηγούν σε συναλλαγές επί των ακόλουθων χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία ενέχουν τους εξής βασικούς κινδύνους:
1. Μετοχές
Μία μετοχή αποτελεί κλάσμα του μετοχικού κεφαλαίου μιας ανώνυμης εταιρείας. Η μετοχή, ως αξιόγραφο, ενσωματώνει τα δικαιώματα του μετόχου που πηγάζουν από τη συμμετοχή του στην ανώνυμη εταιρεία. Τα δικαιώματα αυτά, συνήθως, αντιστοιχούν στον αριθμό των μετοχών που κατέχει ο μέτοχος. Ενδεικτικά δικαιώματα που προκύπτουν από την κατοχή μετοχών είναι το δικαίωμα μερίσματος από τα διανεμόμενα κέρδη της εταιρείας (εφόσον διανέμονται), καθώς και αντίστοιχο ποσοστό από την περιουσία της εταιρείας, σε περίπτωση λύσης αυτής. Οι μετοχές μπορούν να είναι κοινές, προνομιούχες, ονομαστικές ή ανώνυμες, μετά ψήφου ή χωρίς ψήφο, διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο ή μη διαπραγματεύσιμες.
Η κοινή μετοχή είναι ο συνηθέστερος τύπος μετοχής και περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, όπως δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, στην έκδοση νέων μετοχών, στο προϊόν της εκκαθάρισης, καθώς και δικαίωμα ψήφου στη Γενική Συνέλευση της εταιρείας και συμμετοχής στη διαχείρισή της. Η προνομιούχος μετοχή προσφέρει πλεονέκτημα (προνόμιο) έναντι των κοινών μετοχών, συνιστάμενο στην προνομιακή είσπραξη μερίσματος ή και στο προνομιακό δικαίωμα στο προϊόν της εκκαθάρισης σε περίπτωση λύσης της επιχείρησης, αλλά συνήθως στερείται του δικαιώματος ψήφου και συμμετοχής στη διοίκηση της εταιρείας. Αναλόγως της πορείας και των αποτελεσμάτων της εταιρείας, οι μέτοχοι μπορεί να απολάβουν μέρισμα από τα τυχόν κέρδη της εταιρείας και να καρπούνται τα οφέλη από τυχόν αύξηση της εσωτερικής αξίας της μετοχής της εν λόγω εταιρείας. Τα ανωτέρω όμως είναι γεγονότα αβέβαια. Η επένδυση σε μετοχές ενδέχεται να περιλαμβάνει τους κινδύνους που παρατίθενται στη συνέχεια ενδεικτικώς:
α) Κίνδυνος μεταβλητότητας: Η τιμή μίας μετοχής που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένες αγορές και ΠΜΔ υπόκειται σε απρόβλεπτες διακυμάνσεις, οι οποίες μάλιστα δεν είναι απαραίτητο να συνδέονται αιτιωδώς με την οικονομική πορεία της εκδότριας εταιρείας. Δημιουργείται, έτσι, κίνδυνος απώλειας μέρους ή και – υπό περιστάσεις – του συνόλου του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί. Υπογραμμίζεται ότι ποτέ δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί η ανοδική ή καθοδική πορεία μίας μετοχής ούτε η διάρκεια μιας τέτοιας πορείας. Υπογραμμίζεται ιδιαιτέρως ότι η πορεία της χρηματιστηριακής αξίας μιας μετοχής είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και δεν εξαρτάται μόνον από τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, όπως π.χ. αυτά απεικονίζονται βάσει των αρχών της θεμελιώδους ανάλυσης.
β) Κίνδυνος της εκδότριας εταιρείας: Οι μετοχές, ως κλάσματα του κεφαλαίου της εκδότριας εταιρείας, επηρεάζονται από την πορεία και τις προοπτικές της εκδότριας εταιρείας, της οποίας τυχόν ζημίες ή κέρδη δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν. Ο μέγιστος κίνδυνος υφίσταται σε περίπτωση πτώχευσης της εκδίδουσας τις μετοχές εταιρείας, οπότε και ο επενδυτής θα απολέσει το σύνολο της επένδυσής του.
γ) Κίνδυνος μερισμάτων: Η καταβολή μερίσματος εξαρτάται από την ύπαρξη κερδών της εκδίδουσας τις μετοχές εταιρείας και την πολιτική διανομής μερισμάτων που εφαρμόζει αυτή βάσει και των σχετικών αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της. Επομένως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η επένδυση σε μετοχές θα συνοδεύεται από την είσπραξη μερισμάτων.
δ) Λοιποί κίνδυνοι: Η χρηματιστηριακή πορεία μιας μετοχής εξαρτάται και από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, όπως μακροοικονομικές εξελίξεις, πολιτικοί παράγοντες, κατάσταση των χρηματιστηριακών αγορών κλπ. Επίσης, εξαρτάται και από παράγοντες όπως η εμπορευσιμότητα της μετοχής, η ρευστότητα της αγοράς, αλλά και εξελίξεις με αντικείμενο την ίδια τη μετοχή, όπως επιθετική εξαγορά, πιθανότητα διαγραφής της μετοχής από τη χρηματιστηριακή αγορά κλπ. Συνιστάται στον Πελάτη όπως αυτός, πριν από τη διενέργεια οιασδήποτε συναλλαγής επί μετοχής α) μελετήσει την ετήσια οικονομική έκθεση ή, κατά περίπτωση, και τις εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις και τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύει η εκδότρια εταιρεία προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της για περιοδική πληροφόρηση του επενδυτικού κοινού και β) αναζητήσει τυχόν δημοσιεύσεις/ανακοινώσεις σημαντικών γεγονότων, στις οποίες έχει προβεί η εκδότρια εταιρεία προς έκτακτη ενημέρωση του επενδυτικού κοινού, κυρίως μέσω του διαδικτυακού τόπου του χρηματιστηρίου στο οποίο οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση ή και στον διαδικτυακό τόπο της ίδιας της εκδότριας εταιρείας.
2. Ομόλογα / Ομολογίες:
Το ομόλογο (ομολογία) είναι αξιόγραφο που ενσωματώνει υπόσχεση χρηματικής ή άλλης παροχής του εκδότη προς τον εξ αυτού δικαιούχο, κυρίως τον κομιστή του. Η υποχρέωση αυτή συνίσταται συνήθως στην πληρωμή του κεφαλαίου κατά τη λήξη και του τόκου στις περιόδους που ορίζονται στους όρους της έκδοσης. Τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε ομολόγου είναι: α) η ονομαστική του αξία, η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την τιμή διαπραγμάτευσης, αλλά είναι το ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο εκδότης κατά τη λήξη του ομολόγου, β) το επιτόκιο/κουπόνι και γ) η περίοδος λήξεως αυτού. Ομόλογα μπορούν να εκδίδονται είτε από κρατικούς φορείς (ομόλογα δημοσίου) είτε από εταιρείες (εταιρικά ομόλογα). Κατ’ αυτή την έννοια τα ομόλογα αποτελούν μορφή κρατικού ή εταιρικού δανεισμού. Τα ομόλογα εκδίδονται υπό ποικίλες μορφές:
α) Ως ομόλογα άνευ εξασφαλίσεως: Οι ομολογιούχοι έχουν απαίτηση κατά του εκδότη όπως και οι λοιποί πιστωτές του, επί του συνόλου του ενεργητικού του.
β) Ως ομόλογα που συνδέονται με ασφάλεια που παρέχεται υπέρ των ομολογιούχων: Η απαίτηση των ομολογιούχων ασφαλίζεται στην περίπτωση αυτή i) με εμπράγματη ασφάλεια υπέρ αυτών, που παρέχεται επί συγκεκριμένων στοιχείων του ενεργητικού του εκδότη, ii) με εγγυήσεις τρίτων, iii) με εκχώρηση απαιτήσεων κλπ. Περαιτέρω, οι ομολογιούχοι μπορεί να απολαμβάνουν επιπρόσθετης προστασίας συνεπεία ειδικών συμφωνιών με τον εκδότη ή λόγω προνομιακής τους τοποθέτησης έναντι λοιπών ομολογιούχων ή πιστωτών.
γ) Ομόλογα/ομολογίες μειωμένης εξασφάλισης: Σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη ο ομολογιούχος ικανοποιείται ύστερα από όλους τους άλλους πιστωτές του εκδότη – αν υπάρχει, εννοείται, ακόμη περιουσία –, όπως ειδικότερα ορίζεται στο ομολογιακό δάνειο.
δ) Μετατρέψιμες ή ανταλλάξιμες ομολογίες, που εμπεριέχουν δικαιώματα μετατροπής σε μετοχές ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή ανταλλαγής με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα.
Οι εκδότες αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταβάλλουν επιτόκιο που μπορεί να είναι: α) σταθερό, β) κυμαινόμενο επιτόκιο, προσδιοριζόμενο βάσει ενός γενικώς διαδεδομένου δείκτη επιτοκίου (π.χ. EURIBOR, FIBOR, LIBOR κλπ).
Ειδική προσοχή επιβάλλεται για τα λεγόμενα σύνθετα ομόλογα, εκείνα δηλαδή, των οποίων το επιτόκιο προσδιορίζεται βάσει δεικτών συνισταμένων από παράγωγα συμβόλαια. Οι δείκτες αυτοί, που προσδιορίζουν το επιτόκιο βάσει παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, ενσωματώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στην όλη δομή του ομολόγου. Τα ομόλογα αυτά εντάσσονται στην κατηγορία των πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων και η επένδυση σ’ αυτά απαιτεί εξαιρετικά μεγάλη προσοχή και εξειδίκευση. Υπογραμμίζεται, μάλιστα, ότι η αγοραία αξία των ομολόγων αυτών επηρεάζεται ουσιωδώς από τους ενσωματωμένους σ’ αυτά δείκτες παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, που διαμορφώνουν το επιτόκιο. Δεν ενδείκνυνται, επομένως, σε μη εξειδικευμένους επενδυτές. Το επιτόκιο καταβάλλεται, συνήθως, σε προκαθορισμένα χρονικά σημεία (μηνιαίως, τριμηνιαίως, εξαμηνιαίως, ετησίως ή και κατά τη λήξη του ομολογιακού δανείου). Εκδίδονται, επίσης, και ομόλογα χωρίς τοκομερίδιο (κουπόνι). Στα ομόλογα αυτά ο τόκος ενσωματώνεται στην αξία του ομολόγου. Οι επενδυτές δεν εισπράττουν, δηλαδή, τόκο κατά τη διάρκεια του ομολόγου αλλά αποκτούν το ομόλογο με έκπτωση ως προς την ονομαστική του αξία, η οποία έκπτωση αναλογεί στον τόκο. Η επένδυση σε ομόλογα εγκυμονεί κινδύνους όπως:
α) Κίνδυνος πτώχευσης (Insolvency risk): Ο εκδότης των ομολόγων (ομολογιών) μπορεί να καταστεί προσωρινά ή μόνιμα πτωχός, με αποτέλεσμα να μην δύναται να καταβάλλει στους δανειστές του τον τόκο ή, ακόμα, και το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα ομόλογα. Ειδικώς στα ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης θα πρέπει ο επενδυτής να ερευνά την κατάταξη του ομολόγου, στο οποίο εξετάζει το ενδεχόμενο επένδυσης, σε σχέση με άλλα ομόλογα του εκδότη, καθώς, όπως εκτέθηκε, σε περίπτωση πτώχευσης του εκδότη ο επενδυτής διατρέχει τον κίνδυνο να απολέσει όλη του την επένδυση.
β) Κίνδυνος επιτοκίου (Interest rate risk): βλ. και ανωτέρω υπό Ι.5. Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια ενός ομολογιακού δανείου, τόσο ευπαθέστερο είναι και το ομολογιακό δάνειο έναντι τυχόν ανόδου των επιτοκίων στην αγορά, ιδίως σε περίπτωση που έχει χαμηλό επιτόκιο. Υπογραμμίζεται ότι μεταβολές στο επιτόκιο μπορεί να επιδράσουν σημαντικά στην αγοραία τιμή του ομολόγου. Π.χ. σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων, πέφτουν στις αγορές οι τιμές ομολόγων προηγουμένων εκδόσεων με χαμηλότερο επιτόκιο.
γ) Πιστωτικός Κίνδυνος (Credit risk): βλ. ανωτέρω και υπό Ι.6. Η αξία του ομολόγου φθίνει σε περίπτωση που μειωθεί η πιστοληπτική αξιολόγηση του εκδότη.
δ) Κίνδυνος Πρώιμης Εξόφλησης: Είναι πιθανόν, εκδότες ομολόγων να προβλέπουν στο πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου τη δυνατότητα πρώιμης εξόφλησης σε περίπτωση πτώσης των επιτοκίων, οπότε υφίσταται μεταβολή του προσδοκώμενου κέρδους από τα ομόλογα.
ε) Κίνδυνος ρευστότητας αγοράς: Ο κίνδυνος αυτός είναι σημαντικός σε περίπτωση που ο επενδυτής επιθυμεί να ρευστοποιήσει το ομόλογο πριν από τη λήξη του. Στην περίπτωση αυτή, ελλείψει εμπορευσιμότητας, μπορεί να επιτύχει τιμή χαμηλότερη (υπό περιστάσεις κατά πολύ) της ονομαστικής αξίας του ομολόγου. Συνιστάται στον Πελάτη όπως αυτός, πριν από τη διενέργεια οιασδήποτε συναλλαγής επί ομολόγου: α) μελετήσει την ετήσια οικονομική έκθεση ή, κατά περίπτωση, και τις εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις και τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύει ο εκδότης προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του για περιοδική πληροφόρηση του επενδυτικού κοινού, καθώς και το τυχόν υπάρχον ενημερωτικό δελτίο που έχει εκδοθεί ως προς το ομόλογο στο οποίο ο Πελάτης πρόκειται να διενεργήσει την επένδυση και β) αναζητήσει τυχόν δημοσιεύσεις / ανακοινώσεις σημαντικών γεγονότων, στις οποίες έχει προβεί ο εκδότης προς έκτακτη ενημέρωση του επενδυτικού κοινού, κυρίως μέσω του διαδικτυακού τόπου του χρηματιστηρίου στο οποίο οι μετοχές είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση ή και στον διαδικτυακό τόπο του ίδιου του εκδότη.
Αξιολόγηση της συμβατότητας των υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών μέσων με τα χαρακτηριστικά του Πελάτη
Σε περίπτωση που μεταξύ της Εταιρείας και του Πελάτη καταρτίζεται σύμβαση επενδυτικών συμβουλών, ο τελευταίος καλείται να πληροφορήσει την Εταιρεία ως προς τη γνώση και την πείρα που διαθέτει στο τομέα των επενδύσεων, συμπληρώνοντας το συνημμένο Παράρτημα. Η πληροφόρηση αυτή είναι απαραίτητη για είναι σε θέση η Εταιρεία να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα του Πελάτη στο πλαίσιο των υπηρεσιών που του παρέχει ως προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο των επενδύσεων του, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα και τους κινδύνους που αυτά ενέχουν. Η Εταιρεία βασίζεται στην αξιοπιστία της πληροφόρησης που της παρέχει ο Πελάτης. Αν ο Πελάτης έχει ήδη συμπληρώσει αντίστοιχο ερωτηματολόγιο, η Εταιρεία λαμβάνει υπόψη της εκείνο, συνιστά, όμως, στον Πελάτη να συμπληρώσει και το συνημμένο στο παρόν.
Κάλυψη Συνεγγυητικού
Σε περίπτωση αφερεγγυότητας της Εταιρείας, οι Πελάτες καλύπτονται για απαιτήσεις τους κατ’ αυτής που απορρέουν από την παροχή σ’ αυτούς επενδυτικών υπηρεσιών και φύλαξη τίτλων σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας περί του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών (ν. 2533/1997). Το μέγιστο ύψος της καλύψεως ενός Πελάτη για το σύνολο των απαιτήσεών του κατά της Εταιρείας από όλες τις παρεχόμενες σ’ αυτόν επενδυτικές υπηρεσίες και τη φύλαξη τίτλων ανέρχεται σήμερα σε τριάντα χιλιάδες (30.000) Ευρώ.
Ποιες είναι οι χρεώσεις και προμήθειες για κάθε συναλλαγή με την Εταιρεία;
1. Προμήθειες Εταιρείας
Η χρέωση του Πελάτη υπολογίζεται με κλιμακούμενες προμήθειες επί της αξίας των ημερήσιων συναλλαγών του ως ακολούθως:
Α. Σε μετοχές:
- Για συναλλαγές αξίας έως 7500 €, ποσοστό 0,75%
- Για συναλλαγές αξίας άνω των 7500 €, ποσοστό 0,50%
Β. Σε ομόλογα:
- 0,25% επί της συνολικής αξίας συναλλαγής
Η ελάχιστη χρέωση ανά πινακίδιο Αγοράς/Πώλησης ανέρχεται σε 7,5 €
Για συναλλαγές INTRADAY (αγοραπωλησία ίσης ποσότητας του ίδιου τίτλου μέσα στην ίδια ημέρα) παρέχεται μειωμένη χρέωση 0,35% ανά πινακίδιο Αγοράς/Πώλησης.
Ωστόσο, ενδέχεται η ανωτέρω τιμολογιακή πολιτική της ΑΕΠΕΥ να είναι διαπραγματεύσιμη κατόπιν αιτήσεως του Πελάτη. Η έγκριση/απόρριψη σχετικών αιτημάτων γίνεται βάσει κριτηρίων όπως η αξία και η συχνότητα συναλλαγών, η συνολική αξία χαρτοφυλακίου, η διάρκεια της πελατειακής σχέσης, ο προσδωκόμενος όγκος συναλλαγών κτλ.
2. Τα Έξοδα του Χρηματιστηρίου Αθηνών και της ΕΧΑΕ είναι τα εξής:
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ | ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ |
Άνοιγμα Μερίδας Επενδυτή στο Σ.Α.Τ. | € 10 | Εφάπαξ |
Χρηματιστηριακή μεταβίβαση
• Μετοχών, ΕΛ.ΠΙΣ. και δικαιωμάτων προτίμησης
• Ομολογιών
• Πακέτων Αποκατάστασης
• Μετοχών, ΕΛ.ΠΙΣ. και δικαιωμάτων προτίμησης • Ομολογιών • Πακέτων Αποκατάστασης |
0,025%0,00625%€ 50 | Επί της Αξίας της ΣυναλλαγήςΕπί της Αξίας της ΣυναλλαγήςΑνά Πακέτο |
Καταχώρηση Εξωχρηματιστηριακών Μεταβιβάσεων• Μετοχών, ΕΛ.ΠΙΣ. και δικαιωμάτων προτίμησης• Ομολογιών | 0,1%0,015% | Επί της Αξίας της Μεταβίβασης |
Καταχώρηση Αξιών στον Ειδικό Λογαριασμό λόγω Μεταφοράς τους | € 20 | Ανά επιμέρους Κίνηση Μεταφοράς |
Μεταφορά Αξιών από τον Ειδικό Λογαριασμό σε Χειριστή | € 20 | Ανά επιμέρους Κίνηση Μεταφοράς |
Μεταφορά Αξιών από Ατομική Μερίδα Συνδικαιούχου σε Κοινή Επενδυτική Μερίδα | 0,01%Ελάχιστο: € 10Μέγιστο: € 100 | Επί της Αξίας της Μεταβίβασης |
Μεταφορά Αξιών από Κοινή Επενδυτική Μερίδα σε Ατομική Μερίδα Συνδικαιούχου• Μετοχών, ΕΛ.ΠΙΣ. και δικαιωμάτων προτίμησης• Ομολογιών και επενδυτικών ΣΧΠ | 0,1%0,015% | Επί της Αξίας της Μεταβίβασης |
Καταχώρηση μεταβίβασης λόγω Κληρονομικής Διαδοχής• Μετοχών, Δ.Α.Κ., ΣΧΠ Μόχλευσης, ΕΛ.ΠΙΣ. και δικαιωμάτων προτίμησης• Ομολογιών και επενδυτικών ΣΧΠ | 0,04%0,015%Ελάχιστο € 5 ανά κληρονόμο | Επί της Συνολικής Αξίας Κληρονομούμενων Αξιών |
3. Φόροι και Μεταβιβαστικά έξοδα
Ο φόρος που καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών και καταβάλλεται σε αυτό μέσω της ΕΧΑΕ, ανέρχεται σε ποσοστό 0,15% επί της αξίας συναλλαγών πώλησης μετοχών. Τα εκάστοτε μεταβιβαστικά έξοδα καθορίζονται από το ΧΑ και την ΕΧΑΕ.
4. Τόκοι τριήμερης πίστωσης (3DC)
Ο Πελάτης υποχρεούται για την παροχή της πίστωσης να καταβάλλει στην ΑΕΠΕΥ συμβατικό τόκο, ο οποίος υπολογίζεται με το ισχύον επιτόκιο 6,5% (ετήσιο), από την ημερομηνία παροχής της πίστωσης, μέχρι τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας εκκαθάρισης, ενώ μετά την πάροδο αυτής, λογίζεται ο τόκος υπερημερίας, με ισχύον επιτόκιο 10% (ετήσιο).
5. Συνεργασία μέσω ΑΕΕΔ/ΑΕΠΕΥ
Στις περιπτώσεις που ο Πελάτης συνεργάζεται με την Εταιρεία μέσω ΑΕΕΔ/ΑΕΠΕΥ χρεώνεται με βάση την ισχύουσα τιμολογιακή πολιτική της Εταιρείας και δεν επιβαρύνεται με επιπλέον έξοδα προμήθειας. Εντούτοις, ποσοστό της προμήθειας που χρεώνεται ο Πελάτης καταβάλλεται στην συνεργαζόμενη ΑΕΕΔ/ΕΠΕΥ ανάλογα με τη συμφωνία που συνάπτεται.
Πώς κάνουμε θεματοφυλακή των χρηματοπιστωτικών μέσων και των κεφαλαίων σας?
Η Εταιρεία έχει θεσπίσει πρόσφορες διαδικασίες για το διαχωρισμό των μετοχών και των κεφαλαίων των Πελατών της από τα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας, καθώς και για τη διάκριση των περιουσιακών στοιχείων των Πελατών της μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην χρησιμοποιούνται από την Εταιρεία ή τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα τα κεφάλαια και οι μετοχές των Πελατών της. Ειδικότερα: Η Εταιρεία καταθέτει τα κεφάλαια των Πελατών της σε τραπεζικούς λογαριασμούς πιστωτικών ιδρυμάτων επ’ ονόματι της ιδίας με σαφή υπόμνηση στο πιστωτικό ίδρυμα του γεγονότος ότι πρόκειται για κεφάλαια Πελατών της. Η Εταιρεία δύναται να τοποθετεί τα κεφάλαια των Πελατών της και σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων. Η Εταιρεία φυλάσσει τα χρηματοπιστωτικά μέσα των Πελατών της ως εξής:
α) Εφόσον είναι μετοχές ή εταιρικά ομόλογα σε άυλη μορφή, καταχωρημένα στο Σύστημα Άυλων Τίτλων του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, σε λογαριασμούς άυλων τίτλων σε μερίδα επ’ ονόματι του Πελάτη με χειριστή την Εταιρεία.
β) Εφόσον είναι άλλου είδους τίτλοι που φυλάσσονται από τρίτο πρόσωπο/θεματοφύλακα, σε άυλη ή υλική μορφή, καταχωρημένοι σε επενδυτικούς λογαριασμούς της Εταιρείας που τηρούνται από τον λόγω θεματοφύλακα, η Εταιρεία θα διασφαλίζει ότι: i) Ο θεματοφύλακας είναι Κεντρικό Μητρώο ή άλλο εξουσιοδοτημένο Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων, Σύστημα Τήρησης Λογαριασμών Τίτλων σε Λογιστική Μορφή, Πιστωτικό Ίδρυμα ή ΕΠΕΥ (στο εξής: «Θεματοφύλακας»), που δικαιούται να παρέχει την υπηρεσία φύλαξης και διοικητικής διαχείρισης τίτλων και ii) Έχει γίνει σαφής και ρητή υπόμνηση στον εν λόγω Θεματοφύλακα ότι στους ως άνω επενδυτικούς λογαριασμούς της Εταιρείας είναι καταχωρημένοι τίτλοι για λογαριασμό πελατείας της.
Η Εταιρεία δύναται να τηρεί τους τίτλους αυτούς σε συλλογικούς λογαριασμούς επενδυτών (omnibus accounts) για λογαριασμό περισσοτέρων Πελατών της, εξειδικεύοντας η ίδια στα βιβλία της τα αντιστοιχούντα στον κάθε Πελάτη της χρηματοπιστωτικά μέσα. Η Εταιρεία δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι των Πελατών της: i) για πλημμελή εκπλήρωση ή και, εν γένει, μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων Θεματοφύλακα, ii) για τη φερεγγυότητα και εν γένει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων Θεματοφύλακα, στον οποίο περιέρχονται περιουσιακά στοιχεία Πελατών της, ευθυνόμενη μόνον για πταίσμα της ως προς την επιλογή του Θεματοφύλακα. Τεκμαίρεται ότι η λειτουργία Εκτελούσας Επιχείρησης βάσει άδειας λειτουργίας από αρμόδια Αρχή κράτους μέλους για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΕΠΕΥ ή πιστωτικού ιδρύματος ή ΟΣΕΚΑ ή, προκειμένου περί τρίτων κρατών, βάσει ισοδύναμων κανόνων εποπτείας αποκλείει την ύπαρξη πταίσματος της ΕΠΕΥ. Κατάλογος των επιχειρήσεων με τις οποίες συνεργάζεται η ΕΠΕΥ παρατίθεται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών.
Σε όλες τις περιπτώσεις φύλαξης τίτλων για λογαριασμό Πελατών της η Εταιρεία:
α) τηρεί τα απαραίτητα αρχεία και λογαριασμούς, έτσι ώστε: αα) να είναι σε θέση, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση να διαχωρίζει τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει για λογαριασμό ενός Πελάτη από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου Πελάτη, καθώς και από τα δικά της περιουσιακά στοιχεία, ββ) να διασφαλίζει την ακρίβεια των εγγραφών στους λογαριασμούς και, ιδίως, την ακρίβεια και αντιστοιχία των καταχωρήσεων της ιδίας και του περιεχομένου τους με τις καταχωρήσεις και το περιεχόμενο αυτών στους λογαριασμούς είτε των Πελατών της με χειριστή την ίδια είτε, κατά περίπτωση, των καταχωρήσεων σε (συλλογικό) λογαριασμό επ’ ονόματι της ιδίας για λογαριασμό πελατείας της,
β) εξετάζει σε τακτά διαστήματα τη συμφωνία των λογαριασμών και αρχείων που τηρεί η ίδια με τα αρχεία του ΣΑΤ όπου είναι καταχωρημένοι οι τίτλοι των Πελατών της είτε σε λογαριασμούς επ’ ονόματι των Πελατών της με χειρίστρια την ίδια είτε σε λογαριασμούς επ’ ονόματι της ιδίας για λογαριασμό των Πελατών της,
γ) έχει θεσπίσει κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο απώλειας ή μείωσης των περιουσιακών στοιχείων Πελατών ή των δικαιωμάτων τους σε σχέση με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, λόγω κατάχρησης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, απάτης, κακής διοικητικής διαχείρισης, μη προσήκουσας τήρησης αρχείων ή αμέλειας.
Σε κάθε περίπτωση, βάσει του άρθρου 12 παρ. 10 – 11 του ν. 3606/2007, δανειστές της Εταιρείας απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία Πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς Πελατών που τηρούνται στο όνομα της Εταιρείας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην Εταιρεία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω Πελάτες. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους Πελάτες της Εταιρείας σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομά της και για λογαριασμό του Πελάτη, η Εταιρεία και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι Πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρησης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου Πελάτη.
Η Εταιρεία δικαιούται να συμψηφίζει απαιτήσεις της χρηματικές και σε χρηματοπιστωτικά μέσα κατά του Πελάτη με αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις του Πελάτη κατ’ αυτής. Η Εταιρεία δεν θα διαθέτει, επιβαρύνει, διαχειρίζεται ή χρησιμοποιεί με άλλο τρόπο τα φυλασσόμενα για λογαριασμό των Πελατών της χρηματοπιστωτικά μέσα παρά μόνο για σκοπούς δανεισμού τους σε Πελάτη της ή σε συμβαλλόμενη με αυτήν επιχείρηση και εφόσον ο Πελάτης έχει δώσει προηγουμένως τη ρητή του συγκατάθεση για το δανεισμό αυτό και για τους όρους του, στο πλαίσιο σύμβασης που θα έχει υπογράψει με την Εταιρεία και σύμφωνα με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί με τον Πελάτη. Σε περίπτωση που οι τίτλοι τηρούνται σε συλλογικό λογαριασμό, η κατά τα ανωτέρω χρησιμοποίησή τους από την Εταιρεία επιτρέπεται μόνον εφόσον, βάσει των συστημάτων ελέγχου που έχει θεσπίσει η Εταιρεία, διασφαλίζεται ότι χρησιμοποιούνται μόνον χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε Πελάτες που έχουν δώσει τη ρητή συγκατάθεσή τους για χρήση των χρηματοπιστωτικών τους μέσων, κατά τα ανωτέρω. Η Εταιρεία θα καταχωρεί στα αρχεία της λεπτομερώς κάθε κίνηση χρηματοπιστωτικών μέσων των Πελατών της, ιδίως δε κινήσεις που γίνονται στο πλαίσιο συμφωνιών χρησιμοποίησης τίτλων με σκοπό τον δανεισμό τους, με αναγραφή του αριθμό των τίτλων που χρησιμοποιούνται και των χαρακτηριστικών τους, καθώς και του χρονικού σημείου στο οποίο γίνονται οι κινήσεις, έτσι ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση όλων των σχετικών πράξεων και κινήσεων και να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των Πελατών της, αλλά και η κατανομή τυχόν ζημιών, σύμφωνα και με το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας μαζί τους.
Τουλάχιστον άπαξ του έτους οι ορκωτοί ελεγκτές της Εταιρείας ελέγχουν την τήρηση των παραπάνω κανόνων, καθώς και αυτών που περιλαμβάνονται στην κείμενη νομοθεσία ως προς την καταλληλότητά τους για τη διασφάλιση των φυλαττομένων από την Εταιρεία περιουσιακών στοιχείων των Πελατών της.
Εξέταση παραπόνων Πελάτη
Για οποιοδήποτε παράπονο, ένσταση, απορία, οι Πελάτες μπορούν να απευθύνονται:
α) Στον Υπεύθυνο για την παραλαβή παραπόνων Πελατών κ. Κων/νο Καραμαγκιώλη, Τηλ.: 210 647 53 00 , Δεύθυνση: Μομφεράτου 148 – 114 75 Αθήνα
β) Στο Μεσολαβητή Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών, οδός Καραγεώργη Σερβίας 12-14, 10562 Αθήνα, τηλ. 210 – 3376700 ή
γ) Στο Συνήγορο του Καταναλωτή, Λ. Αλεξάνδρας 144, 114 71, Αθήνα, Τηλ.: 210 6460284 / 6460458.
Η Εταιρεία έχει συστήσει Επιτροπή Παραπόνων, στην οποία συμμετέχει ο Υπεύθυνος του Τμήματος κ. Κων/νος Καραρμαγκιώλης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, η Γενική Διευθύντρια της Εταιρείας κα Φωτεινή Σιαμαντά καθώς και ο Εσωτερικός Ελεγκτής της εταιρείας κα Έλενα Τσουμάνη, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας της, η οποία εξετάζει και απαντά έγκαιρα και έγκυρα τυχόν παράπονα Πελατών.
Ενημέρωση για τη Διαχείριση Συγκρούσεων Συμφερόντων από την Εταιρεία
Η Εταιρεία λαμβάνει μέτρα για τον εντοπισμό υφισταμένων καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων με σκοπό είτε την αποφυγή είτε την επίλυση αυτών, στο μέτρο του εφικτού. Συγκρούσεις ενδέχεται να ανακύψουν μεταξύ: α) αφενός της Εταιρείας, των καλυπτομένων προσώπων, ως αυτά ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία («Καλυπτόμενα Πρόσωπα»), ή των προσώπων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την Εταιρεία με σχέση ελέγχου (π.χ. θυγατρική ή θυγατρικές των θυγατρικών της) και, αφετέρου, των Πελατών της και β) των Πελατών της μεταξύ τους. Η Εταιρεία ενημερώνει με το παρόν συνοπτικώς τους Πελάτες ως προς την Πολιτική που ακολουθεί για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών. Η Εταιρεία εφαρμόζει τα μέτρα αποφυγής και διαχείρισης των καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων στις σχέσεις της με όλους τους Πελάτες της, στους οποίους παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες. Σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να ανακύψει ως προς οποιαδήποτε παρεχόμενη από την Εταιρεία επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία στις ακόλουθες, κυρίως περιπτώσεις:
α) Η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα / πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου είναι πιθανόν να αποκομίσουν οικονομικό όφελος ή πλεονέκτημα εις βάρος του Πελάτη, όπως ενδεικτικά: i) αν η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα / και πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου, ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν επενδυτική έρευνα ή ανάλυση που διεξάγεται από το αντίστοιχο τμήμα της Εταιρείας, προτού ακόμη αυτή κοινοποιηθεί στους Πελάτες της Εταιρείας ή ii) αν υπάρχει κίνδυνος υπάλληλοι της Εταιρείας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, να προτείνουν συναλλαγές ή προβαίνουν σε πράξεις επί χρηματοπιστωτικών μέσων, έτσι ώστε να εξυπηρετούν συμφέροντα των ιδίων ή της Εταιρείας.
β) Η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα /και πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου, έχουν ως προς την έκβαση της επενδυτικής ή παρεπόμενης στον Πελάτη υπηρεσίας, διαφορετικά συμφέροντα από εκείνα του Πελάτη.
γ) Η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα / και πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου, έχουν οικονομικά ή άλλα κίνητρα να ευνοήσουν τα συμφέροντα συγκεκριμένου Πελάτη σε βάρος των συμφερόντων άλλου Πελάτη κατά την παροχή της επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας.
δ) Εάν η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα / πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου, ασκούν την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με τον Πελάτη.
ε) Εάν η Εταιρεία / Καλυπτόμενα Πρόσωπα / πρόσωπα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αυτή με σχέση ελέγχου λαμβάνουν ή θα λάβουν από πρόσωπο διαφορετικό από τον Πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με παρεχόμενη στον Πελάτη υπηρεσία πέραν της συνήθους προμήθειας ή αμοιβής για την παροχή της υπηρεσίας αυτής.
Προς αντιμετώπιση των καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων, οι οποίες δύνανται να ανακύψουν στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών ή παρεπομένων υπηρεσιών, η Εταιρεία λαμβάνει τα απαραίτητα οργανωτικά και διοικητικά μέτρα, αναλόγως προς το μέγεθος της και τη φύση, την κλίμακα και πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Τέτοια μέτρα είναι τα εξής:
α) Πρόβλεψη και εφαρμογή αποτελεσματικών διαδικασιών για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των Καλυπτόμενων Προσώπων που συμμετέχουν στην παροχή υπηρεσιών στους Πελάτες της Εταιρείας, όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα Πελατών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Εταιρεία έχει υιοθετήσει διαδικασίες στεγανοποίησης τμημάτων («σινικά τείχη»).
β) Λήψη των κατάλληλων μέτρων προς την κατεύθυνση της αποφυγής ή του ελέγχου της ταυτόχρονης ή διαδοχικής συμμετοχής ενός Καλυπτόμενου Προσώπου στην παροχή διαφορετικών επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε Πελάτες της Εταιρείας, όταν μια τέτοια ταυτόχρονη συμμετοχή ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των Πελατών.
γ) Εποπτεία των Καλυπτόμενων Προσώπων, τα οποία στο πλαίσιο των καθηκόντων τους ενδέχεται να εκπροσωπούν αντικρουόμενα συμφέροντα Πελατών μεταξύ τους.
δ) Θεσμοθέτηση κανόνων για τη διενέργεια συναλλαγών των υπαλλήλων της Εταιρείας σε χρηματοπιστωτικά μέσα και έλεγχος των συναλλαγών αυτών καθώς και της τήρησης αυτών των κανόνων από τον Υπεύθυνο Κανονιστικής Συμμόρφωσης της Εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των συναλλαγών που τυχόν διενεργούν τα Καλυπτόμενα Πρόσωπα σε σχέση με τις συναλλαγές που διενεργούν επί των ιδίων χρηματοπιστωτικών μέσων άλλοι Πελάτες της Εταιρείας.
Το προσωπικό της Εταιρείας τηρεί το απόρρητο των πληροφοριών των Πελατών. Το προσωπικό της Εταιρείας υπόκειται σε συνεχή καθοδήγηση και εκπαίδευση ως προς την πολιτική της πρόληψης και επίλυσης της συγκρούσεων συμφερόντων και αξιολογείται ως προς τη συμμόρφωσή του προς τις διαδικασίες αυτές.
Ο Πελάτης δικαιούται να ζητήσει από την Εταιρεία πρόσθετες πληροφορίες σε σχέση με τις διοικητικές και οργανωτικές διαδικασίες που έχει υιοθετήσει η Εταιρεία για την πρόληψη και επίλυση των συγκρούσεων συμφερόντων. Σχετικώς, ο Πελάτης θα απευθύνεται στη Γενική Διευθύντρια της εταιρείας κα Φ. Σιαμαντά. Η Εταιρεία πληροφορεί σχετικώς τον Πελάτη, δυνάμενη να αρνηθεί τη χορήγηση πληροφοριών, εφόσον η χορήγησή τους, κατ’ εύλογη κρίση της Εταιρείας, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο εμπιστευτικές επαγγελματικές και επιχειρησιακές πληροφορίες ως προς την Εταιρεία. Η Εταιρεία παρακολουθεί και εξετάζει περιοδικά και οπωσδήποτε άπαξ ετησίως την αποτελεσματικότητα των κανόνων εντοπισμού και διαχείρισης συμφερόντων που έχει θεσπίσει, προβαίνοντας σε αλλαγές όπου αυτό είναι απαραίτητο. Η Εταιρεία τηρεί αρχείο το οποίο ενημερώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα για κάθε επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία ή δραστηριότητα που ασκήθηκε από την Εταιρεία ή για λογαριασμό της και ως προς την οποία προέκυψε σύγκρουση συμφερόντων.
Πολιτική εκτέλεσης εντολών
Πολιτική εκτέλεσης εντολών
1. Ορισμοί
1.1. Πολιτική Εκτέλεσης Εντολών, είναι η διαδικασία η οποία εφαρμόζεται και δεσμεύει την Εταιρεία σχετικά με τον τρόπο που λαμβάνει, διαχειρίζεται, και περαιτέρω εκτελεί ή διαβιβάζει την εντολή Πελάτη.
1.2. Εντολή Πελάτη είναι η εντολή που δίδει ο Πελάτης στην Εταιρεία προς εκτέλεση ή περαιτέρω διαβίβαση για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω τρίτου (π.χ. ΑΕΕΔ, διαχειριστή στον οποίον ο Πελάτης έχει αναθέσει τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του).
1.3. Εργάσιμη ημέρα και ώρα ανά χρηματοπιστωτικό μέσο είναι αυτή που προσδιορίζεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
1.4. Τόπος Εκτέλεσης είναι οι «αγορές», όπου είναι διαθέσιμα προς αγορά ή πώληση τα χρηματοπιστωτικά μέσα, στα οποία ο Πελάτης επιθυμεί να καταρτίσει συναλλαγές. Για δευτερογενείς αγορές, Τόποι Εκτέλεσης είναι, οι οργανωμένες αγορές (ΟΑ), οι Πολυμερείς Μηχανισμοί Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), τρίτοι (συστηματικοί ή μη) Εσωτερικοποιητές, (είτε η ίδια η Εταιρεία ως Εσωτερικοποιητής). Για πρωτογενείς αγορές, Τόποι Εκτέλεσης είναι ο εκδότης του χρηματοπιστωτικού μέσου, του οποίου διενεργείται δημόσια εγγραφή ή ιδιωτική τοποθέτηση και ο διαχειριστής του ΟΣΕΚΑ, ο οποίος είναι αρμόδιος για την δημιουργία των μεριδίων και μετοχών του. Εφόσον η Εταιρεία μας έχει άμεση πρόσβαση στον Τόπο Εκτέλεσης, είναι δηλαδή Μέλος στην οργανωμένη αγορά, στον ΠΜΔ, στην πλατφόρμα του Εσωτερικοποιητή, στον εκδότη ή στον διαχειριστή ΟΣΕΚΑ, γίνεται λόγος για Τόπο Ίδιας Εκτέλεσης, διαφορετικά ο Τόπος Εκτέλεσης, στον οποίον η Εταιρεία δεν είναι Μέλος, καθίσταται προσβάσιμος μέσω του Αντισυμβαλλόμενου.
1.5. Αντισυμβαλλόμενος είναι άλλη Εταιρεία, προς την οποία η Εταιρεία διαβιβάζει εντολή Πελάτη προς εκτέλεση (Εκτελούσα Επιχείρηση). Διαβίβαση σε Αντισυμβαλλόμενο λαμβάνει χώρα για χρηματοπιστωτικά μέσα σε Τόπους Εκτέλεσης στους οποίους η Εταιρεία δεν έχει άμεση πρόσβαση (π.χ. αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά μέσα σε διαπραγμάτευση σε αλλοδαπές αγορές, όπου η Εταιρεία δεν είναι Μέλος)
2. Πεδίο εφαρμογής Πολιτικής Εκτέλεσης Εντολών
Η Πολιτική Εκτέλεσης Εντολών εφαρμόζεται για όλες τις εντολές Πελάτη, είτε είναι ιδιώτης είτε επαγγελματίας. Αναφέρεται στα «Χρηματοπιστωτικά Μέσα» για τα οποία η Εταιρεία δύναται να δέχεται εντολές και περιλαμβάνει τους Τόπους Εκτελέσεως στους οποίους η Εταιρεία θεωρεί ότι μπορεί με συστηματικό τρόπο να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
3. Ίδια Πρόσβαση σε Τόπους Εκτέλεσης
Στρατηγική επιλογή και στόχος της Εταιρείας είναι η διασύνδεσή της με κατά το δυνατόν περισσότερους Τόπους Ίδιας Εκτέλεσης. Άποψή της Εταιρείας είναι ότι στη μετά-MiFID εποχή, η εξ αποστάσεως ίδια πρόσβαση σε Τόπους Εκτέλεσης, η οποία συνεχώς θα ευνοείται από την τεχνολογία, αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης σε μία ευρεία ποικιλία χρηματοπιστωτικών μέσων.
Για το λόγο αυτό, η Εταιρεία καταβάλει κάθε προσπάθεια να προσαρμόζεται στις μετακινήσεις της ρευστότητας και να διενεργεί ανάλυση κόστους-οφέλους, με την οποία θα αποφασίζει την απόκτηση ίδιας πρόσβασης σε σημαντικούς, για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσφέρει, Τόπους Εκτέλεσης.
4. Έχουμε τη συναίνεσή σας στην Πολιτική μας;
Η Εταιρεία ενημερώνει τον Πελάτη και θέτει στη διάθεση του έντυπο ή ηλεκτρονικό αντίγραφο της ισχύουσας Πολιτικής Εκτέλεσης Εντολών. Παράλληλα ο Πελάτης έχει την ευκαιρία να λάβει γνώση της ισχύουσας Πολιτικής Εκτέλεσης Εντολών μέσω της ιστοσελίδας της Εταιρείας. Επομένως, όταν η Εταιρεία λαμβάνει εντολές προς κατάρτιση συναλλαγών, ευλόγως θεωρεί ότι ο Πελάτης έχει λάβει γνώση, συμφωνεί με την Πολιτική Εκτέλεσης Εντολών και την αποδέχεται.
Παρακαλούμε διαβάστε προσεκτικά την τρέχουσα Πολιτική Εκτέλεσης Εντολών.
5. Πώς λαμβάνουμε και διαχειριζόμαστε την εντολή σας;
5.1. Τρόπος λήψης και καταγραφή των εντολών
Οι κάθε είδους εντολές του Πελάτη προς την Εταιρεία πρέπει να είναι σαφείς και να περιγράφουν με ακρίβεια το αντικείμενό τους. Ο Πελάτης δύναται να διαβιβάζει εντολές με ή χωρίς όριο τιμής, σύμφωνα πάντοτε με τους κανόνες που ισχύουν στον Τόπο Εκτέλεσης. Σε περίπτωση που οι εντολές (οδηγίες) του Πελάτη δεν είναι συγκεκριμένες ή σαφείς σχετικά με όρους ή συνθήκες εκτέλεσής τους, η ΕΠΕΥ έχει την διακριτική ευχέρεια: α) να μην εκτελέσει τις εντολές αυτές, β) να ζητήσει οδηγίες για την εκτέλεσή τους γ) να τις εκτελέσει αίροντας τις ασάφειες κατά την κρίση της, χωρίς να φέρει καμία ευθύνη για την ερμηνεία της. Εντολές για τροποποιήσεις, επιβεβαιώσεις η επαναλήψεις πρέπει να προσδιορίζονται ρητά ως τέτοιου είδους εντολές. Οι εντολές του Πελάτη πρέπει να αναφέρουν συγκεκριμένα το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου δίδονται, άλλως θεωρείται ότι δίδονται για λογαριασμό του ιδίου του Πελάτη.
Εφόσον οι εντολές του Πελάτη δεν αποκλείουν την μερική ή τμηματική εκτέλεση, μπορούν να εκτελεστούν μερικώς ή τμηματικά.
Εντολές του Πελάτη προς την Εταιρεία δίδονται από τον ίδιο ή από εξουσιοδοτημένο για την διαβίβαση εντολών πρόσωπο. Οι εντολές του Πελάτη δίδονται είτε γραπτώς, ως εγγράφου νοουμένου και του τηλεομοιοτυπικού (Fax) και ηλεκτρονικού (mail) μηνύματος, είτε προφορικώς, και μέσω τηλεφώνου. Η Εταιρεία, προς απόδειξη του περιεχομένου των εντολών και γενικά των συμφωνιών με τον Πελάτη και σύμφωνα με τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις δικαιούται να προβαίνει σε καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Οριακή εντολή Πελάτη επί εισηγμένων μετοχών, η οποία δεν εκτελείται αμέσως, ανακοινώνεται δημόσια εφόσον ο Πελάτης δεν έχει δώσει άλλες γενικές ή ανά εντολή οδηγίες. Το μέσο ανακοίνωσης επιλέγεται από την Εταιρεία και μπορεί να είναι η εισαγωγή της εντολής προς εκτέλεση σε Οργανωμένη Αγορά ή ΠΜΔ όπου διαπραγματεύεται το εν προς αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικό μέσο, και η Εταιρεία έχει ίδια πρόσβαση.
5.2. Χρόνος ισχύος των εντολών
Η Εταιρεία δεσμεύεται μόνον από εντολές του Πελάτη που δίδονται σε εργάσιμες στην Ελλάδα ημέρες και ώρες, ακόμα και για Τόπους Εκτέλεσης που λειτουργούν σε ημέρες και ώρες μη εργάσιμες στην Ελλάδα.
Οι εντολές του Πελάτη προς την Εταιρεία ισχύουν αποκλειστικά και μόνο για την ημέρα κατά την διάρκεια της οποίας δίδονται ή, όταν δίδονται σε χρόνο εκτός λειτουργίας του σχετικού με τη συναλλαγή Τόπου Εκτέλεσης, για την αμέσως επόμενη ημέρα λειτουργίας του εκτός εάν άλλως ρητώς και εγγράφως συμφωνηθεί. Σε περίπτωση αδυναμίας εκτελέσεως των εντολών του Πελάτη εν όλω η εν μέρει κατά την ημέρα που ισχύουν, δεν ισχύουν αυτές για την αμέσως επόμενη ημέρα.
Εντολές με ειδικές «συνθήκες» ως προς το χρόνο ή τον όγκο (ενδεικτικά εντολή fill or kill, εντολή immediate or cancel, εντολή all or none, εντολή multiples of, εντολή minimum fill) εκτελούνται μόνο σε Τόπο Ίδιας Εκτέλεσης, εφόσον αυτός τις εξυπηρετεί και πάντοτε σύμφωνα με τον κανονισμό διαπραγμάτευσης του Τόπου αυτού.
Οι εντολές του Πελάτη προς την Εταιρεία είναι ανέκκλητες κατά την διάρκεια της συνεδρίασης στην οποία αναφέρονται και μία ώρα πριν από την έναρξη αυτής. Η Εταιρεία δεν δεσμεύεται από τυχόν ανάκληση των εντολών σας, εφόσον αυτές έχουν διαβιβασθεί περαιτέρω για εκτέλεση η έχει διενεργηθεί οποιαδήποτε, έστω και προκαταρκτική, πράξη εκτελέσεως επ’ αυτών.
Η Εταιρεία εκτελεί τις εντολές που λαμβάνει με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητος, εκτός αν τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένης εντολής, οι συνθήκες της αγοράς ή τα συμφέροντα ενός Πελάτη επιβάλλουν διαφορετικό χειρισμό. Η Εταιρεία ενημερώνει εντός του αντικειμενικά ευλόγως απαιτουμένου χρόνου για κάθε ουσιώδες πρόβλημα που προκύπτει κατά την εκτέλεση της εντολής Πελάτη, εφόσον αυτό μπορεί να επηρεάσει την καλή εκτέλεσή της, αμέσως μόλις λάβει γνώση του προβλήματος αυτού.
5.3 Ομαδοποίηση και επιμερισμός των εντολών
Η Εταιρεία δύναται να ομαδοποιεί εντολές τόσο προς περαιτέρω διαβίβαση, όσο και προς εκτέλεσή τους. Η ομαδοποίηση των εντολών ενός Πελάτη μπορεί να γίνει με εντολές άλλου Πελάτη αλλά και με εντολές ιδίου χαρτοφυλακίου της Εταιρείας.
Ομαδοποίηση εντολών δεν διενεργείται εκτός εάν πιθανολογείται ότι αυτή δεν συνεπάγεται βλάβη των συμφερόντων του Πελάτη. Η ομαδοποίηση εντολών είναι γενικώς επωφελής για τον Πελάτη, καθώς συντελεί σε μείωση του κόστους και αναβαθμίζει το επίπεδο της παρεχόμενης υπηρεσίας. Δεν αποκλείεται όμως συγκεκριμένη ομαδοποίηση να αποβεί εις βάρος Πελάτη για μία συγκεκριμένη εντολή. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρεία έχει θεσπίσει και τηρεί με τη δέουσα επιμέλεια Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων, στην οποία έχει λάβει μέριμνα για την αποφυγή συγκρούσεων στις περιπτώσεις ομαδοποίησης και επιμερισμού των εντολών Πελατών.
Ο επιμερισμός των χρηματοπιστωτικών μέσων, που αποκτήθηκαν ή διατέθηκαν για λογαριασμό περισσοτέρων Πελατών στο πλαίσιο της ενιαίας ομαδοποιημένης συναλλαγής, γίνεται στη μέση ενιαία τιμή, που επιτεύχθηκε με όλες τις επιμέρους συναλλαγές ως προς τα επιμέρους χρηματοπιστωτικά μέσα, συναγομένης της ενιαίας τιμής για κάθε μονάδα του χρηματοπιστωτικού μέσου, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ακριβοδίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών.
Σε περίπτωση που έχουν ομαδοποιηθεί εντολές της ίδιας της Εταιρείας με εντολές Πελατών, ο επιμερισμός γίνεται ως προς όλους τους συμμετέχοντες στην ομαδοποίηση επί ίσοις όροις και στην ίδια τιμή. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνεται μέριμνα κατά την εκτέλεση της Πολιτικής Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων, ώστε να αποτρέπεται ο επιζήμιος για Πελάτη επιμερισμός.
Εφόσον το προϊόν των σχετικών συναλλαγών δεν επαρκεί για την κάλυψη των εντολών όλων των Πελατών, που είχαν ομαδοποιηθεί, το προϊόν των συναλλαγών κατανέμεται αναλογικά μεταξύ των περισσοτέρων Πελατών, βάσει του αιτηθέντος από κάθε Πελάτη όγκου. Αν στην ομαδοποίηση περιέχονται και εντολές της ίδιας της Εταιρείας, οι σχετικές συναλλαγές επιμερίζονται καταρχήν υπέρ των Πελατών, εκτός και αν χωρίς την εν λόγω ομαδοποίηση η Εταιρεία, είτε δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την εντολή είτε δεν θα ήταν σε θέση να την εκτελέσει με τόσο ευνοϊκούς όρους για τον Πελάτη, πράγμα που εξετάζεται και διαπιστώνεται ειδικώς. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Εταιρεία επιμερίζει αναλογικά τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό με τις άλλες συναλλαγές για λογαριασμό των πελατών της, σύμφωνα με την εκτεθείσα πολιτική επιμερισμού των εντολών.
6. Ποιες είναι οι γενικές κατευθύνσεις που ακολουθεί η Εταιρεία για την επιλογή Τόπων Ίδιας Εκτέλεσης και Αντισυμβαλλομένων;
Η Εταιρεία επιλέγει ελεύθερα τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων δέχεται εντολές. Η σχετική πληροφόρηση βρίσκεται πάντοτε διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Εταιρείας www.northsec.gr
H Εταιρεία διαπιστώνει με έρευνα αγοράς τους Τόπους Εκτέλεσης και προσδιορίζει με ανάλυση κόστους – προσδοκώμενου οφέλους τους Τόπους Ίδιας Εκτέλεσης για τα χρηματοπιστωτικά αυτά μέσα. Εάν υπάρχει ένας τουλάχιστον Τόπος Ίδιας Εκτέλεσης για το χρηματοπιστωτικό μέσο, η Εταιρεία μας δεν προβαίνει, καταρχήν, σε επιλογή Αντισυμβαλλομένων για την πρόσβαση σε άλλους Τόπους Εκτέλεσης, καθώς τεκμαίρεται ότι η εντολή εκτελείται στον Τόπο Ίδιας Εκτέλεσης οικονομικότερα, χωρίς δηλαδή την προμήθεια ενδιάμεσου Αντισυμβαλλόμενου, και ασφαλέστερα για τον Πελάτη. Η ασφάλεια εν προκειμένω συνίσταται αφενός στον έλεγχο της διαδικασίας εκτέλεσης της εντολής του Πελάτη αφετέρου στον τρόπο εκκαθάρισης και διακανονισμού της συναλλαγής. Αυτό ισχύει ιδίως για συναλλαγές που αφορούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Η Εταιρεία επιλέγει Τόπους Ίδιας Εκτέλεσης που θεωρεί οικονομικά βιώσιμους και επαρκείς για την βέλτιστη εκτέλεση των εντολών. Ο κατάλογος των Τόπων Ίδιας Εκτέλεσης επισυνάπτεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Η Εταιρεία μπορεί, εντούτοις, να προβαίνει σε επιλογή Αντισυμβαλλομένων και για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία διαθέτει Τόπους Ίδιας Εκτέλεσης, όταν με σχετική ανάλυση κόστους – προσδοκώμενου οφέλους διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη διασύνδεσή της με Αντισυμβαλλόμενο αυξάνει τις δυνατότητες βέλτιστης εκτέλεσης των εντολών.
Εάν δεν υπάρχει Τόπος Ίδιας Εκτέλεσης, η Εταιρεία προχωρά σε επιλογή Αντισυμβαλλομένων. Η επιλογή αυτή γίνεται πάλι με ανάλυση κόστους – προσδοκώμενου οφέλους, στην οποία βασικοί άξονες είναι η προσδωκόμενη ποιότητα της εκτέλεσης και το κόστος της σχετικής διασύνδεσης. Η Εταιρεία, προκειμένου να πιθανολογήσει την προσδωκόμενη ποιότητα της εκτέλεσης εξετάζει την πολιτική εκτέλεσης εντολών του Αντισυμβαλλομένου πλέον μίας σειράς από στοιχεία, ενδεικτικά τους Τόπους Εκτέλεσης αλλά και εκκαθάρισης και διακανονισμού, στους οποίους έχει ίδια πρόσβαση ο Αντισυμβαλλόμενος, το όριο των συναλλαγών του σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ, τη φερεγγυότητά του, εφόσον αυτός προβαίνει σε εσωτερικοποίηση των εντολών, ως και τις επιδόσεις του αναφορικά με την ταχύτητα, την διαχείριση των εντολών κ.λ.π. Οι επιλεγέντες Αντισυμβαλλόμενοι εμφαίνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
Η Εταιρεία διαμορφώνει την πολιτική των αμοιβών και προμηθειών της κατά τρόπο που δεν οδηγεί σε αθέμιτη διάκριση μεταξύ Τόπων Εκτέλεσης. Η Εταιρεία δεν θα προκρίνει, δηλαδή, έμμεσα συγκεκριμένους Τόπους Εκτέλεσης έναντι άλλων, χρεώνοντας υψηλότερες προμήθειες και αμοιβές για την εκτέλεση των εντολών σε αυτούς τους Τόπους, όταν αυτές οι υψηλότερες προμήθειες και αμοιβές δεν δικαιολογούνται από το κόστος εκτέλεσης ή το κόστος των υπηρεσιών.
Η Εταιρεία αξιολογεί τους Τόπους Ίδιας Εκτέλεσης αλλά και τους Αντισυμβαλλόμενους τουλάχιστον μία φορά κάθε έτος και ειδικότερα εντός του μηνός Ιανουαρίου. Η αξιολόγηση δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Εταιρείας www.abc-securities.gr και μπορεί να έχει ως συνέπεια την αλλαγή του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ λόγω αλλαγής των Τόπων Εκτέλεσης. Η αξιολόγηση δεν γίνεται με βάση μεμονωμένες συναλλαγές αλλά λαμβάνεται υπόψη συγκεκριμένο ιστορικό συναλλαγών ορισμένης χρονικής περιόδου. Ζητούμενο είναι κατά πόσο ο Τόπος Εκτέλεσης ή ο Αντισυμβαλλόμενος επιτυγχάνει ή επιτρέπει στην Εταιρεία να επιτύχει τα Βέλτιστα Δυνατά Αποτελέσματα εκτέλεσης για τους Πελάτες.
Η Εταιρεία διαβιβάζει με κάθε επιμέλεια στους Αντισυμβαλλόμενους την εντολή και τις τυχόν ειδικές οδηγίες που λαμβάνει από τους Πελάτες, πλην όμως η εκτέλεσή γίνεται με βάση την αντίστοιχη πολιτική εκτέλεσης εντολών του Αντισυμβαλλόμενου και, ως εκ τούτου, εκφεύγει του πεδίου αμέσου ελέγχου της Εταιρείας. Πολύ δε περισσότερο που ο Αντισυμβαλλόμενος αποτελεί οικονομικά και νομικά αυτόνομη επιχείρηση.
7. Ποιες είναι οι γενικές κατευθύνσεις που ακολουθεί η Εταιρεία για τη βέλτιστη εκτέλεση εκάστης εντολής;
Εφόσον, σύμφωνα με την Πολιτική Εκτέλεσης, υπάρχουν περισσότεροι από ένας Τόποι Ίδιας Εκτέλεσης ή Αντισυμβαλλόμενοι για το χρηματοπιστωτικό μέσο, που αφορά η εντολή Πελάτη, η Εταιρεία, λαμβάνοντας υπόψη της:
- την κατηγοριοποίησή του Πελάτη, εάν είναι ιδιώτης, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος
- την φύση της εντολής, εάν πρόκειται για αγορά ή πώληση, εάν είναι εντολή σχετιζόμενη με την τιμή, οριακή ή ελεύθερη, εάν αφορά συναλλαγή χαρτοφυλακίου ή V-WAP, εάν αφορά συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, εάν δίδεται ηλεκτρονικά απευθείας μέσω του ΟΑΣΗΣ κ.λ.π.
- τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, εάν είναι εισηγμένο ή μη προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ ή αντίθετα εάν είναι από τη φύση «εξωχρηματιστηριακά» διαπραγματευόμενο, εάν πρόκειται για μετοχή, τίτλο σταθερού εισοδήματος, παράγωγο, αμοιβαίο κεφάλαιο κ.λ.π. εάν η αγορά του έχει ρευστότητα ή είναι μη ρευστή κ.λ.π.
συγκρίνει
- τις πιθανές τιμές στις οποίες μπορεί να εκτελεστεί η εντολή στους διαφόρους προσβάσιμους Τόπους Εκτέλεσης
- το κόστος της συναλλαγής
- την πιθανότητα της εκτέλεσης δεδομένου και του υφιστάμενου εκκρεμούς όγκου εντολών
- την πιθανολογούμενη ταχύτητα της εκτέλεσης και κάθε άλλη κρίσιμη για την εκτέλεση της εντολής παράμετρο,
και αποφασίζει για τη βέλτιστη εκτέλεση εκάστης εντολής.
8. Τι θεωρείται βέλτιστη εκτέλεση της εντολής;
Βέλτιστη εκτέλεση μίας εντολής θεωρείται:
α) Η ορθή διαχείρισή της (χρονοσήμανση, ομαδοποίηση, επιμερισμός κ.λ.π.) πριν την αποστολή της για εκτέλεση αλλά και ο σωστός επιμερισμός των αποκτηθέντων μετά την εκτέλεση.
β) Η επιλογή του Τόπου Ίδιας Εκτέλεσης ή του Αντισυμβαλλόμενου, που πιθανολογείται ότι θα οδηγήσει στην εκτέλεση της εντολής με το Βέλτιστο Δυνατό Αποτέλεσμα, είτε κατά την κρίση της Εταιρείας, είτε σύμφωνα με τις δικές σας ειδικές οδηγίες.
9. Πώς προσδιορίζεται το Βέλτιστο Δυνατό Αποτέλεσμα από την Εταιρεία;
Καταρχήν, ως Βέλτιστο Δυνατό Αποτέλεσμα νοείται η εκτέλεση της συναλλαγής, με βεβαιότητα διακανονισμού της, και με επίτευξη του καλύτερου συνολικού τιμήματος, δηλαδή της καλύτερης τιμής πλέον χρεώσεων, προμηθειών και εξόδων εκτέλεσης και διακανονισμού. Σε κάθε περίπτωση που η Εταιρεία κρίνει ότι, για να επιτύχει το Βέλτιστο Δυνατό Αποτέλεσμα ή για να συμμορφωθεί με υποχρεώσεις της σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία ή τους κανόνες διαπραγμάτευσης των αγορών όπου συμμετέχει, θα πρέπει να αξιολογήσει και άλλες παραμέτρους εκτέλεσης πέραν του πιθανολογούμενου προς επίτευξη συνολικού τιμήματος, έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να ενεργήσει ό,τι είναι απαραίτητο για την ουσιαστική βέλτιστη εκτέλεση της εντολής και την προστασία της αγοράς. Τέτοιες περιπτώσεις ανακύπτουν ενδεικτικά, όταν το είδος του Πελάτη επιβάλει διαφορετικές προτεραιότητες εκτέλεσης, ενδεικτικά ταχύτητα έναντι επιδιωκόμενης τιμής, όταν το είδος της εντολής επιβάλει τη συνολική και όχι ανά χρηματοπιστωτικό μέσο θεώρηση της επιδιωκόμενης τιμής (συναλλαγή χαρτοφυλακίου) ή όταν η προστασία της αγοράς ή των συμφερόντων σας επιβάλει τον προσεκτικό χειρισμό του κινδύνου που ανακύπτει κατά την εκτέλεση μίας μεγάλης σε όγκο εντολής. Η στάθμιση τέτοιων παραγόντων είναι ευχερέστερη για επαγγελματίες πελάτες. Η Εταιρεία δεν ευθύνεται για την βέλτιστη εκτέλεση εκάστης εντολών που διαβιβάζονται σε Αντισυμβαλλόμενο, καθώς αυτές εκτελούνται σύμφωνα με την δική του πολιτική εκτέλεσης. Ως προς τον Αντισυμβαλλόμενο, οι υποχρεώσεις της Εταιρείας είναι αποκλειστικά η ετήσια τουλάχιστον αξιολόγησή του και η παροχή προς τον Πελάτη κάθε δυνατής συνδρομής για την ικανοποίηση τυχόν αξιώσεών του, εφόσον έχει υποστεί ζημία και η συνδρομή αυτή κρίνεται απαραίτητη.
10. Πώς μπορείτε να μας δώσετε συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των εντολών σας;
Όπως προαναφέρθηκε, οι εντολές του Πελάτη πρέπει πάντοτε να είναι σαφείς και καθορισμένες. Τόσο όμως οι οριακές, όσο και οι ελεύθερες εντολές υποχρεώνουν την Εταιρεία να προσδιορίσει και επιτύχει το Βέλτιστο για τον Πελάτη Δυνατό Αποτέλεσμα. Εάν, όμως, ο Πελάτης δώσει συγκεκριμένες οδηγίες, δηλαδή εάν η εντολή περιέχει μία συγκεκριμένη «συνθήκη» (ενδεικτικά, εντολή για συναλλαγή χαρτοφυλακίου ή V-WAP, εντολή για κατάρτιση «πακέτου», άλλως λεγόμενης «κατ’ ιδίαν διαπραγματευθείσας συναλλαγής», εντολή για κατάρτιση συναλλαγής «στο κλείσιμο, εντολή για διαβίβαση σε συγκεκριμένο Τόπο Εκτέλεσης ή Αντισυμβαλλόμενο, εντολή fill or kill, εντολή immediate or cancel, εντολή all or none, εντολή multiples of, εντολή minimum fill) ή μία προτεραιοποίηση σημαντικών παραγόντων εκτέλεσης της εντολής, από την οποία να προκύπτει διαφορετικός καθορισμός του Βέλτιστου Δυνατού Αποτελέσματος, από αυτό στο οποίο (ενδεχομένως) θα κατέληγε η Εταιρεία, προκειμένου για την εκτέλεση της εντολής Πελάτη σύμφωνα με τα περιγραφόμενα ανωτέρω, η Εταιρεία θα ακολουθήσει τις ειδικές οδηγίες του Πελάτη. Ειδικές οδηγίες, ιδίως με την έννοια της προτεραιοποίησης σημαντικών παραγόντων καθορισμού του Βέλτιστου Δυνατού Αποτελέσματος, μπορεί να δώσει ο Πελάτης συμπληρώνοντας και αποστέλλοντας το Ερωτηματολόγιο Καταλληλότητας ή Συμβατότητας προς την Εταιρεία.
11. Επανεξέταση της Πολιτικής Εκτέλεσης Εντολών και ενημέρωσή σας
Η Εταιρεία παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της Πολιτικής Εκτέλεσης των εντολών που έχει θεσπίσει, προβαίνοντας σε αλλαγές, όπου αυτό είναι απαραίτητο.
Η Εταιρεία εξετάζει περιοδικά και τουλάχιστον άπαξ ετησίως, κατά πόσον οι Τόποι Εκτέλεσης του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ εξυπηρετούν επαρκώς τα συμφέροντά των Πελατών της.
Η Εταιρεία θα σας ενημερώνει για οποιεσδήποτε ουσιώδεις μεταβολές της Πολιτικής Εκτέλεσης Εντολών με την τοποθέτηση αναθεωρημένης έκδοσης της Πολιτικής Εκτέλεσης στην ιστοσελίδα της www.northsec.gr
12. Παροχή πρόσθετων πληροφοριών
Η Εταιρεία είναι στη διάθεσή σας για την παροχή κάθε πρόσθετης πληροφορίας ή διευκρίνισης ως προς την Πολιτική Εκτέλεσης Εντολών. Σχετικώς, μπορείτε να απευθύνεστε στον Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο, κο Αλέξανδρο Φιλίππου.